Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαζανάκι
ουσιαστικό ουδέτερο sciacquo`ne ~m~, serbato`io ~m~ τραβώ το καζανάκι == tirare lo sciacquone, tirare la catenella permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |