Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καζανάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

sciacquo`ne ~m~, serbato`io ~m~ τραβώ το καζανάκι == tirare lo sciacquone, tirare la catenella

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καζαμίας καζάνι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---