Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαζάνι
ουσιαστικό ουδέτερο pentolo`ne ~m~, marmi`tta ~f~, caldero`ne ~m~, calda`ia ~f~ όλοι στο ίδιο καζάνι βράζούμε == siamo tutti nella stessa barca | έχω ένα κεφάλι καζάνι == mi sento la testa come un pallone | μού έκανε το κεφάλι καζάνι == mi ha fatto una testa così permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |