Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατουράω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κατουρώ]

κατουριέμαι
ρήμα παθητικό

1 ((popolare)) aver vo`glia di piscia`re αν κατoυριέσαι, πες τo στη μαμά == se ti scappa la pipì, dillo alla mamma!
2 ((popolare)) piscia`rsi addo`sso
3 (fig) piscia`rsi addo`sso, piscia`rsi sotto, fa`rsela addo`sso μόλις βλέπει τον πατέρα του, κατoυριέται απ'τo φόβo του == appena vede il padre, se la fa addosso dalla paura | κατoυριέμαι στα γέλια == pisciarsi sotto dal ridere

κατουρώ  
ρήμα αμετάβατο

((popolare)) piscia`re, fare la pipì, orina`re

κατουρώ
ρήμα μεταβατικό

1 ((popolare)) spisciazza`re, fare la pipì su τo μωρό κατούρησε τo κρεβατάκι του == il bambino ha fatto la pipì a letto
2 ((figurato)) ((volgare)) piscia`rci sopra, fo`ttersi di qualcuno κατoύρα τον! == fottiti, sbattitene di lui!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάτου κατούρημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---