Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατρακύλημα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κατρακύλισμα]

κατρακύλισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

rivoltoli`o ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατρακυλάω κατρακυλώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---