Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατσάβραχα  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

luo`go ~m~ roccio~m~so, luo`go ~m~ dirupa`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατσαβίδι κατσάβραχο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---