Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατσαρωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [κατσαρώνω]
2 crespo
3 marezza`to
4 riccio`tto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατσάρωμα κατσαρώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---