Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατσιάζω
ρήμα αμετάβατο 1 intristi`re, appassi`rsi κοίτα πώς κάτσιασε o βασιλικός == guarda come è intristito il basilico 2 raggrinzi`rsi, sciupa`rsi κάτσιασε τo πρόσωπό της == le si è raggrinzito, le si è sciupato il viso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |