Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατραπακιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 scapaccio`ne ~m~, ceffo`ne ~m~
2 (fig) colpo ~m~, bato`sta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατραμώνω κατρουλής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---