Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατρακυλάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [κατρακυλώ] κατρακυλώ ρήμα αμετάβατο 1 ruzzola`re, rotola`rsi κατρακύλησε από τις σκάλες == è ruzzolato dalle scale | πέφτω κατρακυλώντας == cadere giù (a) ruzzoloni 2 (fig) sce`ndere precipitosame`nte, e`ssere in riba`sso oι μετοχές της εταιρείας κατρακύλησαν ραγδαία == le azioni della società hanno subito un forte ribasso 3 (fig) pre`ndere una brutta china, cade`re sempre più in basso κατρακυλώ ρήμα μεταβατικό rotola`re, ruzzola`re κατρακυλώ ένα βαρέλι == rotolare un barile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |