Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατοχυρώνω
ρήμα μεταβατικό 1 salvaguarda`re, tutela`re, dife`ndere κατοχυρώνω τα δικαιώματά μου == salvaguardare, tutelare i propri diritti 2 sanci`re o νόμoς κατοχυρώνει τo δικαίωμα της απεργίας == la legge sancisce il diritto allo sciopero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |