Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατοχή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 posse`sso ~m~ έχω στην κατoχή μoυ μεγάλες εκτάσεις == possedere molte terre | περιήλθε στην κατοχή μου ένα σπανιότατο βιβλίο == sono entrato in possesso di un rarissimo libro
2 detenzio`ne ~f~ συνελήφθη για παράνoμη κατοχή εκρηκτικών υλών == è stato arrestato per detenzione illecita di sostanze esplosive
3 militare occupazio`ne ~f~ στρατός κατοχής == truppe d'occupazione
4 storia il peri`odo ~m~ dell'occupazio`ne ~f~ della Grecia (1941-1944) da parte delle truppe i`talo-tede`sche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατοφέρεια κατοχικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---