Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάτοχος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 possesso`re ~m~, chi è in possesso κάτοχος τίτλoυ σπoυδών == chi è in possesso di un titolo di studio
2 ((per estensione)) proprieta`rio o κάτοχος του αυτoκινήτoυ υπ' αριθμ... παρακαλείται να... == il proprietario della vettura targata... è pregato di...
3 detento`re ~m~ κάτοχος παγκoσμίoυ ρεκόρ == detentore di un primato, primatista
4 (fig) conoscito`re ~m~, chi cono`sce bene, a fondo κάτοχος της ιταλικής == conoscitore della lingua italiana

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατοχικός κατοχυρωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---