Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάπτωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 abbattime`nto ~m~, prostrazio`ne ~f~, deperime`nto ~m~ 2 (fig) decade`nza ~f~, decli`no ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπαθαίνω κατάπτωση = avere un collasso || η νευρική κατάπτωση = esaurimento [αρσ.] nervoso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |