Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 maledizio`ne ~f~
2 (fig) maledizio`ne ~f~, disgra`zia ~f~, sciagu`ra ~f~, disde`tta ~f~ γυρίζει σαν την άδικη κατάρα == va in giro come un'anima in pena

κατάρα!  
επιφώνημα

dannazio`ne

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπώς καταραμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ξεστομίζω κατάρα = lanciare un'imprecazione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---