Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›καταπτοημένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

καταπτοημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καταπτοώ]
2 abie`tto
3 decadu`to
4 esterrefa`tto
5 sbattu`to
6 scoraggia`to

permalink
‹ καταπρόσωπο
καταπτόηση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καταπραΰνω {καταπράυν...
καταπροδίνομαι [ρ. παθ.]
καταπροδίνω (καταπρόδ-...
καταπρόσωπα [επίρ.]
καταπρόσωπο [επίρ.]
καταπτοημένος [επίθ.]
καταπτόηση [θηλ.ουσ]
καταπτοώ {καταπτοεί...
κατάπτυστος [επίθ.]
κατάπτωση {-ης κ. -ώ...
καταπώς [επίρ.]
κατάρα {χωρ. γεν....
κατάρα! [επιφ.]
καταραμένος [επίθ.]
καταραμένος [ουσ αρσ ]
κατάρατος [επίθ.]
καταράχι {καταραχ-ι...
καταργημένος [επίθ.]
κατάργηση {-ης κ. -ή...
καταργώ {καταργείς...


{{ID:KATAPTOHMENOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti