Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάπληξη  
ουσιαστικό θηλυκό

stupo`re, stupefazio`ne, meravi`glia με, προς μεγάλη μου κατάληξη έμαθα ότι… == con mio grande stupore ho saputo che… | προκαλώ κατάπληξη == destare meraviglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπλημμυρώ καταπληξία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---