Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπολεμάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [καταπολεμώ]

καταπολεμώ  
ρήμα μεταβατικό

1 comba`ttere contro, lotta`re contro καταπoλεμώ τη φοροδιαφυγή == combattere l'evasione fiscale | καταπoλεμώ το ρατσισμό == combattere il razzismo
2 vi`ncere καταπoλεμώ μια κακή συνήθεια == vincere un brutto vizio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπόδας καταπολέμηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---