Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπόντιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 inabissame`nto ~m~
2 malo`ra ~f~
3 rovi`na ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταποντίζω καταποντισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---