Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπονημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καταπονώ]
2 affra`nto
3 estenua`to
4 fia`cco
5 spossa`to
6 stanco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπολεμώ καταπόνηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---