Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπόδα
επίρρημα

variante di [καταπόδας]

καταπόδας  
επίρρημα

((arcaico)) dappre`sso, die`tro a παίρνω κάπoιον καταπόδας == stare alle calcagna di qualcuno | ακολoυθώ κάπoιον καταπόδας == seguire qualcuno dappresso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάπνιξη καταπολεμάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---