Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταμποντίζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [καταποντίζω]

καταποντίζω  
ρήμα μεταβατικό

far affonda`re, manda`re a fondo, manda`re a picco, cola`re a picco, cola`re a fondo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταμπολώ καταναγκάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---