Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταπλήσσω
ρήμα μεταβατικό stupi`re, stupefa`re, meraviglia`re, sbalordi`re η δεξιοτεχνία του κατέπληξε το κοινό == la sua bravura ha stupito, stupefatto, sbalordito il pubblico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |