Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάπληκτος  
επίθετο

stupefa`tto, stupi`to, meraviglia`to, sbalordi`to μένω κατάπληκτος == rimanere stupefatto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κα§τα§πληκ§τι§κώ§τε§ρος καταπλημμυρίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---