Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταφεύγω  
ρήμα αμετάβατο

1 rifugia`rsi, ripara`rsi κατέφυγε σε μια σπηλιά == si rifugiò in una grotta καταφύγαμε κάτω από ένα δέντρο == ci siamo riparati sotto un albero
2 rico`rrere, rivo`lgersi καταφεύγω στη δικαιοσύνη == ricorrere alla giustizia | καταφεύγω στη βία == ricorrere alla forza, alla maniera forte | κατέφυγε στα μαγικά == è ricorso a pratiche magiche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταφέρω καταφθάνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---