Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταφεύγω
ρήμα αμετάβατο 1 rifugia`rsi, ripara`rsi κατέφυγε σε μια σπηλιά == si rifugiò in una grotta καταφύγαμε κάτω από ένα δέντρο == ci siamo riparati sotto un albero 2 rico`rrere, rivo`lgersi καταφεύγω στη δικαιοσύνη == ricorrere alla giustizia | καταφεύγω στη βία == ricorrere alla forza, alla maniera forte | κατέφυγε στα μαγικά == è ricorso a pratiche magiche permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |