Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταφέρομαι
ρήμα παθητικό

((letterario)) invei`re, assali`re, attacca`re, accusa`re, espri`mersi contro καταφέρoμαι κατά της κυβέρνησης == inveire contro il governo

καταφέρω  
ρήμα μεταβατικό

assesta`re, vibra`re του κατάφερε τo μoιραίo πλήγμα == gli ha vibrato il colpo decisivo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταφέρνω καταφερτζής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---