Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταφέρνω
ρήμα μεταβατικό 1 riusci`re, riusci`rci, fa`rcela δεν κατάφερα να τον συναντήσω == non sono riuscito ad incontrarlo | δεν τα καταφέρνω μόνος μoυ == non ce la faccio da solo | πήγα να μάθω ιαπωνικά, αλλά δεν τα κατάφερα == ho cercato di imparare il giapponese, ma non ci sono riuscito 2 ottene`re, persuade`re, convi`ncere ό, τι θέλει τo καταφέρνει == ottiene sempre ciò che vuole | τον κατάφερε να την παντρευτεί == l'ha persuaso a sposarla 3 vi`ncere, ba`ttere κανείς δεν τον καταφέρνει στο τρέξιμo == nessuno lo batte nella corsa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |