Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταφθάνω
ρήμα αμετάβατο arriva`re all'improvvi`so, giu`ngere tempestivame`nte, sopraggiu`ngere μόλις συνέβη τo δυστύχημα, κατέφθασε τo ασθενοφόρο == appena è successo l'incidente, è sopraggiunta l'ambulanza καταφθάνω ρήμα μεταβατικό riusci`re a raggiu`ngere καταφτάνω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [καταφθάνω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |