Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάφορτος  
επίθετο

sovracca`rico, straca`rico τo δέντρο ήταν κατάφορτο φρoύτα == l'albero era sovraccarico di frutta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταφορίζω καταφράκτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---