Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάβαθα  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

il profo`ndo ~m~, le profondità ~fp~ από τα κατάβαθα της ψυχής == dal più profondo del cuore

κατάβαθα  
επίρρημα

profondame`nte τον συγκίνησε κατάβαθα == l'ha profondamente commosso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατα– καταβαίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---