Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάβαθα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός il profo`ndo ~m~, le profondità ~fp~ από τα κατάβαθα της ψυχής == dal più profondo del cuore κατάβαθα επίρρημα profondame`nte τον συγκίνησε κατάβαθα == l'ha profondamente commosso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |