Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάβαση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 disce`sa ~f~ η κατάβαση από το βουνό ήταν δύσκολη == la discesa dalla montagna fu difficile
2 sport disce`sa ~f~ ελεύθερη κατάβαση == discesa libera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταβαράθρωση καταβαστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---