Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταβεβλημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καταβάλλω]
2 abbattu`to, prostra`to, sfini`to, esa`usto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταβαστός καταβιβάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---