Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταβάλλομαι
ρήμα παθητικό

1 debilita`rsi
2 peri`re

καταβάλλω  
ρήμα μεταβατικό

1 sopraffa`re, vi`ncere, sconfi`ggere καταβάλλω έναν αντίπαλο == sconfiggere un rivale
2 abba`ttere, prostra`re η αρρώστια την κατέβαλε == la malattia l'ha prostrata
3 paga`re, versa`re καταβάλλω την τελευταία δόση == versare l'ultima rata+++καταβάλλω προσπάθειες == sforzarsi, fare uno sforzo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταβαίνω καταβαλλόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---