Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καπνίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 eme`ttere fumo, fuma`re το ηφαίστειο καπνίζει == il vulcano fuma
2 fuma`re, e`ssere un fumato`re καπνίζετε; == fuma? | καπνίζω αρειμανίως == fumare come, un turco+++κάνει ό, τι του καπνίσει == fa quello che gli pare e piace | του κάπνίσε να... == gli è girato di..., gli è saltato in mente di...

καπνίζω
ρήμα μεταβατικό

1 affumica`re καπνίζω τυρί == affumicare il formaggio
2 far fu`mo, affumica`re, anneri`re η σόμπα κάπνισε τoυς τοίχoυς == il fumo della stufa ha annerito le pareti
3 fumare καπνίζω τσιγάρο == fumare una sigaretta | καπνίζω πούρο == fumare un sigaro | καπνίζω πίπα == fumare la pipa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καπνιά κάπνισμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κάνω ό, τι μου καπνίσει = fare quello che pare e piace


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---