Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καπνεργάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

chi lavo`ra il taba`cco, tabacchi`no ~m~

καπνεργάτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καπνεργάτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καπνέμπορος καπνεργοστάσιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---