GrecoItaliano


καπνιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

fumato`re είναι μανιώδης καπνιστής == è un fumatore accanito

καπνίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καπνιστής]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο παθητικός καπνιστής = fumatore [αρσ.] passivo



Sfoglia il dizionario




{{ID:KAPNISTHS100}}
---CACHE---