Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
καπνοδόχος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
canna ~f~ fuma`ria, cami`no ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< καπνοδοχοκαθαριστής
καπνοκαλλιέργεια >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καπνοβιομηχανία
{καπνοβιομ...
καπνοβιομήχανος
[ουσ αρσ ]
καπνογόνα
[ουσ ουδ πληθ.]
καπνογόνος
[επίθ.]
καπνοδοχοκαθαριστής
[ουσ αρσ ]
καπνοδόχος
[ουσ αρσ και θηλ.]
καπνοκαλλιέργεια
{καπνοκαλλ...
καπνοκαλλιεργητής
[ουσ αρσ ]
καπνοπαραγωγή
{χωρ. πληθ...
καπνοπαραγωγός
[επίθ.]
καπνοπαραγωγός
[ουσ αρσ ]
καπνοπωλείο
[ουσ ουδ.]
καπνοπώλης
[ουσ αρσ ]
καπνοπώλισσα
[θηλ.ουσ]
καπνός
{κ. πληθ. ...
καπνοσακούλα
{χωρ. γεν....
καπνοσυλλέκτης
{καπνοσυλλ...
καπνοσωλήνας
[ουσ αρσ ]
καπνούρα
[θηλ.ουσ]
καπνοφυτεία
{καπνοφυτε...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis