Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαπνός
ουσιαστικό αρσενικό 1 fumo ~m~ μπήκε καπνός στα μάτια μoυ == m' è entrato del fumo negli occhi 2 taba`cco ~m~ +++έγινε καπνός == è sparito | τι καπνό φουμάρει == che razza di persona è? permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο προπέτασμα καπνού = cortina [θηλ.] di fumo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |