Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαπνιστός
επίθετο affumica`to καπνιστός σολομός == salmone affumicato permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακαπνιστό ψάρι = pesce [αρσ.] affumicato Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |