Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάπνισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 il fuma`re ~m~, fumo ~m~ απαγoρεύεται τo κάπνισμα == vietato fumare | αρνείται να κόψει το κάπνισμα == si rifiuta di smettere di fumare | το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία == il fumo danneggia gravemente la salute
2 l'affumica`re ~m~, affumicame`nto ~m~, affumicatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καπνίζω καπνισμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


απαγορεύεται το κάπνισμα = vietato fumare


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---