Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάμωμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 leziosa`ggine ~f~ 2 leziosità ~f~ 3 smanceri`a ~f~ 4 vezzosità ~f~ καμώματα ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός 1 modo ~m~ di fare inso`lito, stravaga`nze ~fp~, strane`zze ~fp~ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα καμώματα == queste stravaganze non le capisco | γελάει όλος o κόσμος με τα καμώματά σου == tutti ridono delle tue stranezze 2 moi`ne ~f~, smanceri`e ~fp~, modi ~mp~ lezio`si, capri`cci ~mp~ τον τύλιξε με τα καμώματά της == con le sue moine è riuscita a sedurlo | άσε τα καμώματα και κάτσε να διαβάσεις == non fare i capricci e mettiti a studiare! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |