Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαμώνομαι
ρήμα παθητικό fi`ngere, fare finta καμώθηκε πως δεν με γνωρίζει == ha finto di non riconoscermi | καμωνόταν την αδιάφορη == faceva finta di essere indifferente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |