Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμώνομαι  
ρήμα παθητικό

fi`ngere, fare finta καμώθηκε πως δεν με γνωρίζει == ha finto di non riconoscermi | καμωνόταν την αδιάφορη == faceva finta di essere indifferente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμωμένος καν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---