Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [κάμνω]
2 fatto άγαλμα καμωμένο από παριανό μάρμαρο == una statua fatta di marmo pario
3 taglia`to, porta`to, fatto δεν είναι καμωμένος γι' αυτή τη δουλειά == non è tagliato per questo lavoro
4 di frutta maturo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμωματού καμώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---