Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάμψη
ουσιαστικό θηλυκό 1 flessio`ne ~f~, curvatu`ra ~f~, piegame`nto ~m~ κάμψη του σώματος == flessione del corpo | κάμψη των γoνάτων == flessione sulle ginocchia 2 economia flessio`ne ~f~ κάμψη των τιμών == flessione dei prezzi 3 (fig) il piega`re ~m~, il far ~m~ ce`dere 4 4 (fig) calo ~m~, diminuzio`ne ~f~ η δημoτικότητά του παρουσιάζει κάμψη == la sua popolarità è in calo, ha subito un calo di popolarità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |