Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμφορέλαιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

o`lio ~m~ canfora`to, o`lio di ca`nfora

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμφορά, (raro) κάμφορα κάμψη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---