Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Καναδή
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Καναδός]

Καναδός  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~mf~ del Canadà, canade`se ~mf~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Καναδέζος καναδικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---