Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καναπές  
ουσιαστικό αρσενικό

diva`no ~m~, sofà ~m~

καναπές  
ουσιαστικό ουδέτερο

diva`no ~m~, sofà ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καναπεδάκι κανάρι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο καναπές-κρεβάτι = divano-letto [αρσ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---