Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κανείς  
αντωνυμία

1 nessu`no ~m~ κανείς δεν τo ξέρει == nessuno lo sa, non lo sa nessuno | κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει == nessuno osò parlare
2 qualcu`no ~m~, nessu`no ~m~ αν με ζητήσει κανείς, να πεις ότι δεν είμαι εδώ == se qualcuno mi cerca, di' che non ci sono | τηλεφώνησε κανείς; == ha telefonato nessuno?
3 ((con valore impersonale)) si, uno όταν τρώει κανείς, δεν πρέπει να μιλάει == quando uno mangia non dovrebbe parlare, quando si mangia non si dovrebbe parlare
4 qua`lche ~mf~, uno ~m~ θα λείψω για καμιά βδομάδα == mancherò per qualche settimana | καμιά φορά == qualche νolta, talvolta | καμιά μέρα... == uno di questi giorni..., un giorno o l'altro...

κανένας
αντωνυμία

lo stesso che [κανείς]

κιαμιά
αντωνυμία

variante di [καμιά]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάνει κανέλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---