Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλοψημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καλοψήνω]
2 ben cotto, cotto bene μια καλοψημένη μπριζόλα == una bistecca ben cotta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλοχωνεμένος καλοψήνω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η μπριζόλα καλοψημένη = bistecca [θηλ.] ben cotta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---