Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλοφαγάς
ουσιαστικό αρσενικό buongusta`io ~m~, buo`na forche`tta ~f~ καλοφαγού ουσιαστικό θηλυκό femminile di [καλοφαγάς] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |