Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλοφαίνομαι
ρήμα παθητικό vede`rsi, disti`nguersi chiarame`nte η φωτογραφία είναι θαμπή, δεν καλoφαίνονται τα πρόσωπα == la foto è sfocata e le persone non si distinguono chiaramente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |